- σακχαρωτός
- -ή, -ό, Ν1. ζαχαρωτός2. το ουδ. ως ουσ. το σακχαρωτόα) το ζαχαρωτόβ) (φαρμ.) φάρμακο, χορηγούμενο από το στόμα, το οποίο περιέχει σάκχαρο σε μεγάλη αναλογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρο + κατάλ. -ωτός (πρβλ. ζαχαρ-ωτός, οδοντ-ωτός). Η λ., στον πληθ. τού ουδ. σακχαρωτά, μαρτυρείται από το 1845 στον Δημ. Γαλανό].
Dictionary of Greek. 2013.